- χωρίδιον
χωρίδιον, τό, dim. von χωρίον; μικρόν Lys. 10, 28; Plut. Cat. mai. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρίδιον, τό, dim. von χωρίον; μικρόν Lys. 10, 28; Plut. Cat. mai. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίδιον — και σε επιγρ. χωρείδιον, τὸ, Α υποκορ. τού χωρίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. τροχ ίδιον)] … Dictionary of Greek
χωριδίου — χωρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek