- χωρίζω [2]
χωρίζω (von χώρα), stellen, an eine Stelle, einen Platz bringen, an einen Ort versetzen, τάξιν Xen. An. 6, 5,11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρίζω (von χώρα), stellen, an eine Stelle, einen Platz bringen, an einen Ort versetzen, τάξιν Xen. An. 6, 5,11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωρίζω — separate pres subj act 1st sg χωρίζω separate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίζω — χωρίζω, χώρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… … Dictionary of Greek
χωρίζω — χώρισα, χωρίστηκα, χωρισμένος 1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Χωρίζει τα στέρφα από τα γαλάρια. 2. διαλέγω, προτιμώ. 3. διανέμω, διαμοιράζω: Ήταν πολλά αδέρφια, και ο πατέρας τους τους χώρισε την περιουσία του λίγους μήνες πριν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεχωρισμένα — χωρίζω separate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχωρισμένᾱ , χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχωρισμένᾱ , χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχώρισθε — χωρίζω separate perf imperat mp 2nd pl χωρίζω separate perf ind mp 2nd pl χωρίζω separate plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχώρισθον — χωρίζω separate perf ind mp 3rd dual χωρίζω separate perf ind mp 2nd dual χωρίζω separate plup ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίζεσθε — χωρίζω separate pres imperat mp 2nd pl χωρίζω separate pres ind mp 2nd pl χωρίζω separate imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίζετε — χωρίζω separate pres imperat act 2nd pl χωρίζω separate pres ind act 2nd pl χωρίζω separate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίζῃ — χωρίζω separate pres subj mp 2nd sg χωρίζω separate pres ind mp 2nd sg χωρίζω separate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίσουσιν — χωρίζω separate aor subj act 3rd pl (epic) χωρίζω separate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χωρίζω separate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)