χρῡσ-ήλατος

χρῡσ-ήλατος

χρῡσ-ήλατος, aus Gold getrieben, gearbeitet; ὄφεις Eur. Ion 25, wie Aesch. Eum. 173 Spt. 626; περονίς Soph. Tr. 920 O. R. 1268; πλόκος Eur. Med. 786; πόρπαι Phoen. 62, u. öfter; Ar. Plut. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …   Dictionary of Greek

  • πολυήλατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που σφυρηλατείται εύκολα, πολύ ελατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐλατός (< ἐλαυνω «σφυρηλατώ»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. χρυσ ήλατος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσήλατος — η, ο / χρυσήλατος, ον, ΝΜΑ, και χρυσέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”