- χρῡσ-ήλεκτρον
χρῡσ-ήλεκτρον, τό, Goldelektron, Goldbernstein (?), Plin. H. N. 37, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-ήλεκτρον, τό, Goldelektron, Goldbernstein (?), Plin. H. N. 37, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορτώνω — φορτῶ, όω, ΝΜΑ [φόρτος] τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ. γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον… … Dictionary of Greek
χρυσήλεκτρος — ὁ, ἡ, πιθ. και τ. ουδ. χρυσήλεκτρον, τὸ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἤλεκτρον / ἤλεκτρος] … Dictionary of Greek
χρυσελεφαντήλεκτρος — ον, Α κατασκευασμένος από χρυσό, ελεφαντόδοντο και ήλεκτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐλέφας, αντος «ελεφαντόδοντο» + ἤλεκτρον] … Dictionary of Greek