- χρῡσ-άκτῑν
χρῡσ-άκτῑν, ῑνος, mit goldenen Strahlen; ἥλιος poet. bei Arcad. 10; E. M. 333, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-άκτῑν, ῑνος, mit goldenen Strahlen; ἥλιος poet. bei Arcad. 10; E. M. 333, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευάκτιν — εὐάκτιν ( ινος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίες, λαμπρές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άκτιν (< ακτίς), πρβλ. χρυσ άκτιν] … Dictionary of Greek
χρυσάκτινος — η, ο / χρυσάκτιν, ινος, ΝΜΑ, και χρυσάχτινος Ν, και χρυσάκτις, ινος, ΜΑ αυτός που εκπέμπει χρυσές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άκτινος (< ἀκτίς, ῖνος) πρβλ. εὐ άκτιν, πεντάκτινος] … Dictionary of Greek