χρῡσ-άνθεμον

χρῡσ-άνθεμον

χρῡσ-άνθεμον, τό, Goldblume, eine Pflanze mit goldgelber Blüthe, wie calendula officinalis, auch χρυσανϑές, wahrscheinlich = χάλκανϑος, χαλκῖτις, χάλκη, und durch Buchstabenumstellung κάλχη, das lat. caltha.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκάνθεμον — τὸ, Α το χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσ άνθεμον)] …   Dictionary of Greek

  • κηράνθεμος — κηράνθεμος, ὁ και κηράνθεμον, τὸ (Α) κήρινθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. φοινικ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • πολυάνθεμος — ον, Α 1. πλούσιος σε άνθη («πολυάνθεμοι ἄρουραι», Σαπφ.) 2. διακοσμημένος με πολλά άνθη («πολυάνθεμοι μίτραι», Ανακρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνθεμον το φυτό βατράχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄνθεμον (πρβλ. ευ άνθεμος, χρυσ άνθεμος)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυράνθεμος — ον, Α πορφυρανθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ἄνθεμον (πρβλ. χρυσ άνθεμος)] …   Dictionary of Greek

  • σφαιράνθεμο — το, Ν βοτ. παλαιότερη ονομασία τού γένους φυτών γκλομπουλάρια ή γλοβουλαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσ άνθεμο)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσάνθεμο — Φυτό του γένους χρυσάνθεμο (οικογένεια σύνθετων ή κομποζιτών, δικοτυλήδονα) που κατάγονται από την Ιαπωνία (είναι το εθνικό της άνθος) και την Κίνα και καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Συνήθως με τη λέξη χ. εννοούνται τα υβρίδια των… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάνθεμος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει χρυσά άνθη, χρυσανθής* 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άνθεμος (< ἄνθεμον «λουλούδι»), πρβλ. φιλ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”