- χρῡσ-άωρ
χρῡσ-άωρ, ορος, = χρυσάορος; H. h. Apoll. 123; Hes. O. 773; Φοῖβος Pind. P. 5, 104; Ὀρφεύς frg. 187. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-άωρ, ορος, = χρυσάορος; H. h. Apoll. 123; Hes. O. 773; Φοῖβος Pind. P. 5, 104; Ὀρφεύς frg. 187. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσάορος — ον, και ποιητ. τ. χρυσάωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (για θεούς) αυτός που έχει χρυσό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άορος / άωρ (< ἄορ / ἆορ «ξίφος»). Η άποψη, ωστόσο, ότι το β συνθετικό τού τ. ανάγεται στη λ. ἀήρ δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek