- χρῡσάφιον
χρῡσάφιον, τό, dim. von χρυσός, vgl. Schäf. zu Greg. Cor. p. 29. 1043.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσάφιον, τό, dim. von χρυσός, vgl. Schäf. zu Greg. Cor. p. 29. 1043.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσάφιον — χρυσά̱φιον , χρυσάφιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαφίου — χρυσᾱφίου , χρυσάφιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαφίωι — χρυσᾱφίῳ , χρυσάφιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαφίων — χρυσᾱφίων , χρυσάφιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαφίῳ — χρυσᾱφίῳ , χρυσάφιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάφια — χρυσά̱φια , χρυσάφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)