- χρῡσ-άττικος
χρῡσ-άττικος, ὁ, οἶνος, ein künstlicher Wein, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-άττικος, ὁ, οἶνος, ein künstlicher Wein, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσαττικός — όν, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσαττικόν α) λευκός αττικός οίνος β) είδος σιροπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀττικός] … Dictionary of Greek