- χρῡσ-άρματος
χρῡσ-άρματος, mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-άρματος, mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευάρματος — εὐάρματος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.) 2. νικητής στο αγώνισμα τής αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ άρματος, χρυσ άρματος] … Dictionary of Greek
πολυάρματος — ον, Α αυτός που έχει πολλά άρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + άρματος (< ἅρμα, τος), πρβλ. ευ άρματος, χρυσ άρματος) … Dictionary of Greek
χαλκάρματος — ον, Α (για τον Άρη) αυτός που είναι πάνω σε χάλκινο άρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + άρματος (< ἅρμα, ατος), χρυσ άρματος] … Dictionary of Greek
ριμφάρματος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα (α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ. β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, ατος (πρβλ. χρυσ άρματος)] … Dictionary of Greek
χρυσάρματος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσό άρμα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος προσωνυμία τής Σελήνης 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι σώμα τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άρματος (< ἅρμα,… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek