- χρῡσεο-σάνδαλος
χρῡσεο-σάνδαλος, mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεο-σάνδαλος, mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοσάνδαλος — ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, ον, Α αυτός που φορεί χρυσά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * < χρυσεο + σάνδαλος / σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek