- χρῡσεο-φεγγής
χρῡσεο-φεγγής, ές, mit goldenem Scheine, Orph. frg. 7, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεο-φεγγής, ές, mit goldenem Scheine, Orph. frg. 7, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοφεγγής — και χρυσεοφεγγής, ές, Α αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής] … Dictionary of Greek