- χρῡσεο-στέφανος
χρῡσεο-στέφανος, = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεο-στέφανος, = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοστέφανος — η, ο / χρυσοστέφανος, ον, ΝΜΑ, και χρυσεοστέφανος, ον, Α στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοστέφανος το φωτοστέφανο τών αγίων στις εικόνες αρχ. (για αγώνες) αυτός κατά τον οποίο δίνεται χρυσό στεφάνι… … Dictionary of Greek