- χρῡσεο-πήληξ
χρῡσεο-πήληξ, ηκος, = χρυσοπήληξ, mit goldenem Helme; H. h. 7, 1; Callim. lav. Pall. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεο-πήληξ, ηκος, = χρυσοπήληξ, mit goldenem Helme; H. h. 7, 1; Callim. lav. Pall. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοπήληξ — και χρυσεοπήληξ, ηκος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χρυσή περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + πήληξ «περικεφαλαία» (πρβλ. εὐ πήληξ)] … Dictionary of Greek