- χρῡσεο-πήνητος
χρῡσεο-πήνητος, mit goldenem Einschlagsfaden, mit Gold durchwirkt; φάρεα Eur. Or. 837; auch γραφίς Agath. 5 (V, 276).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεο-πήνητος, mit goldenem Einschlagsfaden, mit Gold durchwirkt; φάρεα Eur. Or. 837; auch γραφίς Agath. 5 (V, 276).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοπήνητος — και χρυσοπήνιτος, ον, ΜΑ υφασμένος με χρυσό νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + πήνητος (< πηνῶμαι < πήνη «νήμα, ύφασμα»)] … Dictionary of Greek