- χρῡσ-εκ-λέκτης
χρῡσ-εκ-λέκτης, ὁ, der Gold, Goldsand aus dem Flußsande auslies't, Philox. Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-εκ-λέκτης, ὁ, der Gold, Goldsand aus dem Flußsande auslies't, Philox. Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] … Dictionary of Greek