- χρῡσιδάριον
χρῡσιδάριον, τό, = Folgdm, Ar. bei Arist. rhet. 3, 2,15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσιδάριον, τό, = Folgdm, Ar. bei Arist. rhet. 3, 2,15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσιδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσιδάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χρυσίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίδιον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek