- χρῡσ-εγχής
χρῡσ-εγχής, ές, mit goldener Lanze, Orph. H. 52, 11, wo Herm. ϑυρσεγχής geschrieben hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-εγχής, ές, mit goldener Lanze, Orph. H. 52, 11, wo Herm. ϑυρσεγχής geschrieben hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραυνεγχής — κεραυνεγχής, ές (Α) εγχεικέραυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. θυρσ εγχής, χρυσ εγχής] … Dictionary of Greek
χρυσεγχής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσό δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + εγχής (< ἔγχος «δόρυ, ξίφος»), πρβλ. χαλκ εγχής] … Dictionary of Greek