- χρῡσεό-κμητος
χρῡσεό-κμητος, aus Gold gearbeitet, Aesch. Ch. 608 ὅρμοι, v. l. χρυσεόδμητοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεό-κμητος, aus Gold gearbeitet, Aesch. Ch. 608 ὅρμοι, v. l. χρυσεόδμητοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… … Dictionary of Greek