χρῡσεό-καρπος

χρῡσεό-καρπος

χρῡσεό-καρπος, = χρυσόκαρπος, Drac. p. 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσόκαρπος — και χρυσεόκαρπος, ον, Α 1. αυτός που φέρει χρυσούς καρπούς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσόκαρπος ο κισσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + καρπoς (< καρπός), πρβλ. ἀγλαό καρπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”