χρῡσεό-δμητος

χρῡσεό-δμητος

χρῡσεό-δμητος, l. d. für χρυσεόκμητος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… …   Dictionary of Greek

  • λυρόδμητος — λυρόδμητος, ον (Α) (ως επίθ. τών Θηβών) αυτός που οικοδομήθηκε με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + δμητος (< δέμω «οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”