- χρέμψις
χρέμψις, ἡ, das Ausspucken, Auswerfen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέμψις, ἡ, das Ausspucken, Auswerfen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέμψις — εως, ἡ, ΜΑ [χρέμπτομαι] απόχρεμψη … Dictionary of Greek
επανάχρεμψις — ἐπανάχρεμψις, η (Α) αποβολή, εξαγωγή φλεγμάτων με απόχρεμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρεμψις «βήχας και εξαγωγή φλεγμάτων (< ανα χρέμπτομαι)] … Dictionary of Greek