χρέμψ, ein Fisch, Arist. H. A. 4, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέμψ — και χρέψ, ὁ, Α είδος ψαριού, ο χρέμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. χρέμπτομαι] … Dictionary of Greek
χρέψ — ὁ, Α βλ. χρέμψ … Dictionary of Greek