- χρέμυς
χρέμυς, ὁ, auch κρέμυς, ein Meerfisch mit steinhartem Kopfe, λιϑοκέφαλος, Arist. bei Ath. VI, 305 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέμυς, ὁ, auch κρέμυς, ein Meerfisch mit steinhartem Kopfe, λιϑοκέφαλος, Arist. bei Ath. VI, 305 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέμυς — και κρέμυς, υος, και χρεμύς, ύος, ὁ, Α 1. θαλασσινό ψάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀνίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χρεμ τής απαθούς βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και αποτελεί είτε αρχ. παρ. με κατάλ. υς είτε νεώτερο… … Dictionary of Greek
κρέμυς — κρέμυς, υος, ἡ (Α) βλ. χρέμυς … Dictionary of Greek
λιθοκέφαλος — λιθοκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλι («λιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek