- χρέμω
(χρέμω), ungebr. Stammform von χρεμέϑω, χρεμίζω, χρεμετίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(χρέμω), ungebr. Stammform von χρεμέϑω, χρεμίζω, χρεμετίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέμω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο οποίος θεωρείται ως πρωτόθετος τ. τής οικογένειας τού ρ. χρεμετίζω (βλ. λ. χρεμετίζω)] … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek