- φῡλίον
φῡλίον, τό, dim. von φυλή?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡλίον, τό, dim. von φυλή?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλίον — τὸ, Α [φυλή] φυλή, στρατιωτικός σχηματισμός … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek