φῡλέτης

φῡλέτης

φῡλέτης, , von derselben Zunft, Zunftgenosse, tribulis; Ar. τῆς ἐμῆς γυναικὸς ὄντε ξυγγενέε καὶ φυλέτα Av. 368, Schol. erkl. συμπατριώτα; Plat. Legg. XII, 955 d; Dem. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλέτης — ὁ, θηλ. φυλέτις ιδος, 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο («κωμῆταί τε καὶ φυλέται», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια φυλή (α. «φυλέτης χορός» ο χορός τής φυλής, ο τοπικός β. «φυλέτις ἐκκλησία», Αππ.).… …   Dictionary of Greek

  • φυλέτης — φῡλέτης , φυλέτης one of the same tribe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλέτα — φῡλέτᾱ , φυλέτης one of the same tribe masc nom/voc/acc dual φῡλέτα , φυλέτης one of the same tribe masc voc sg φῡλέτᾱ , φυλέτης one of the same tribe masc gen sg (doric aeolic) φῡλέτα , φυλέτης one of the same tribe masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλέται — φῡλέται , φυλέτης one of the same tribe masc nom/voc pl φῡλέτᾱͅ , φυλέτης one of the same tribe masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλέτας — φῡλέτᾱς , φυλέτης one of the same tribe masc acc pl φῡλέτᾱς , φυλέτης one of the same tribe masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EMPHYLETUS — nomen viri amici Phocionis. Sed interpretes arguunt eo loci Nepotem osictantiae. Nam cum Graece scriptum esset, duobus vocabulis Ε᾿μφύλιός τις, i. e. tribulis quidam, vel civis quidam, legit uno nomine Ε᾿μφύλετος, quasi proprium esset alicuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • συμφυλέτης — ὁ, θηλ. συμφυλέτις, ιδος, Α 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο 2. (γενικά) συμπατριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φυλέτης «μέλος φυλής»] …   Dictionary of Greek

  • φυλέτις — ιδος, ἡ, Α βλ. φυλέτης …   Dictionary of Greek

  • φυλετεύω — Α [φυλέτης] δέχομαι να συμπεριλάβω κάποιον στη φυλή, πολιτογραφώ …   Dictionary of Greek

  • φυλετικός — ή, ό / φυλετικός, ή, όν, ΝΑ [φυλέτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή») 2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός 3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”