φῡλή

φῡλή

φῡλή, , 1) die Vereinigung Einzelner zu einer Gemeinde, einem Staate, nach Dicäarch die ursprüngliche Bdtg; dah. Volksstamm, Volksabtheilung, Klasse, Zunft, wie die tribus der Römer, Her. 5, 66. 68. 69. 6, 131. In Athen seit Kleisthenes zehn, nur nach dem Wohnsitz bestimmte Stämme, Plat. u. A. – 2) eine Abtheilung im Heere, die zu einer φυλή gehörigen Krieger; ὁπλιτῶν Thuc. 6, 98; πεζῶν Plat. Legg. VI, 755 d; bes. bei der Reiterei, Xen. Hell. 4, 2,19 Hipparch. 1, 21. – 3) übh. Geschlecht, Gattung, Ordnung, Xen. Oec. 9, 6, ὅπλων, ὀργάνων φυλή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Φυλή — a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… …   Dictionary of Greek

  • φυλή — η 1. σύνολο προγόνων και απογόνων με κοινή καταγωγή και κοινά σωματικά χαρακτηριστικά, που διατηρούνται σταθερά με την τεκνογονία: Λευκή φυλή. 2. έθνος, εθνότητα: Ελληνική φυλή. 3. υποδιαίρεση είδους: Ανθρώπινες φυλές. 4. ως κύρ. όνομα, Φυλή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φυλῇ — Φυλῆι , Φυλεύς masc dat sg (epic ionic) Φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλῇ — φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind mid 2nd sg (doric) φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind act 3rd sg (doric) φῡλῇ , φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλή — φῡλή , φυλή a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύλη — Φύλης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκοποειδής φυλή — Φυλή που ανακαλύφθηκε σε απολιθώματα της νότιας Αφρικής και από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η ονομασία οφείλεται στη Βόσκοπ, τοποθεσία στο Τράνσβααλ, όπου πρωτοβρέθηκε το 1913 απολιθωμένο κρανίο του homo sapiens.… …   Dictionary of Greek

  • θιβετιανή φυλή — Φυλή που ανήκει στην ομάδα των προμογγολοειδών. Χαρακτηρίζεται από το κιτρινομελάχρινο έως το κοκκινομελάχρινο χρώμα του δέρματος, τα μαύρα ίσια μαλλιά, το κοντό ή μέσο ανάστημα, τα λίγο ανοιχτά μάτια, με ανώτατο βλέφαρο ισχυρά αναδιπλωμένο, αλλά …   Dictionary of Greek

  • νοτιομογγολική φυλή — Φυλή του κλάδου των Μογγολιδών, που χαρακτηρίζεται από το μικρό ανάστημα (1,58 μ.) το καστανοκίτρινο χρώμα του δέρματος, το φαρδύ, συχνά και πεπλατυσμένο, πρόσωπο και την κοντή συνήθως μύτη με κοίλο προφίλ και πτερύγια διεσταλμένα. Τα χείλη… …   Dictionary of Greek

  • ουραλική φυλή — Φυλή του κορμού των Προευρωπιδών, περιορισμένη σήμερα σε μια περιοχή της δυτικής Σιβηρίας (λεκάνη του Ομπ). Τα σωματικά χαρακτηριστικά της ουραλικής φυλής είναι τα τυπικά των Προευρωπιδών, δηλαδή το καστανόλευκο χρώμα του δέρματος, τα καστανά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”