- φῡκίδιον
φῡκίδιον, τό, dim. von φυκίς, zum Essen, Asclpds. 28 (V, 185).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡκίδιον, τό, dim. von φυκίς, zum Essen, Asclpds. 28 (V, 185).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού φυκίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης / φυκίς «είδος ψαριού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. στολ ίδιον)] … Dictionary of Greek
φυκίδια — φυκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… … Dictionary of Greek