φῡκία

φῡκία

φῡκία, ἡ, = φῦκος, Mathem. vett., zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυκία — φυκίᾱ , φυκία fem nom/voc/acc dual φυκίᾱ , φυκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl φῡκία , φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυκία — ἡ, Α (εσφ. γρφ.) φύκος …   Dictionary of Greek

  • φύκια — φύκιον orchil neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυκί' — φυκίᾱͅ , φυκία fem dat sg (attic doric aeolic) φυκία , φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl φῡκία , φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυκίαν — φυκίᾱν , φυκία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύκι' — φύκια , φύκιον orchil neut nom/voc/acc pl φύ̱κιε , φύκιος god of sea wrack masc voc sg φύκιαι , φυκία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • φύκι — το / φύκιον, ΝΜΑ, και φυκίον Α [φῡκος] το φύκος (α. «την αρμυρή τους μυρωδιά γύρω σκορπούν τα φύκια», Γρυπ. β. «ἡ σηπία ἐντίκτει περὶ τὰ φυκία», Αριστοτ.) αρχ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φυκία, θαλάσσια ζῷα ἤ ὁ ἀφρὸς παρὰ τὸ φύω λέγεται δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • φυκόστρωτος — η, ο αυτός που είναι στρωμένος με φύκια, ο σκεπασμένος από φύκια, ο γεμάτος φύκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”