- φᾱσιᾱνικός
φᾱσιᾱνικός, den Folgdn betreffend, kom. = συκοφαντικός, Ar. Av. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φᾱσιᾱνικός, den Folgdn betreffend, kom. = συκοφαντικός, Ar. Av. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φασιανικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασιανό 2. (στους κωμ.) συκοφαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασιανός. Η σημ. «συκοφαντικός» με λογοπαίγνιο προς τη λ. φάσις «καταγγελία» (< φαίνω)] … Dictionary of Greek