φᾱσιᾱνός

φᾱσιᾱνός

φᾱσιᾱνός, vom Flusse Phasis her; dah. ὁ φασ., sc. ὄρνις, der Fasan, Ar. Nubb. 109, wo Andere an Pferde vom Phasis denken, vgl. Lob. Phryn. 460; – φασιανὸς ἀνήρ, = συκοφάντης, ein Angeber, Ar. Ach. 691.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Φασιανός — from the river Phasis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • φασιανός — φᾱσιᾱνός , φασιανός from the river Phasis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — ο 1. πουλί στο μέγεθος μικρής κότας, της οικογένειας Φασιανίδες, το φαζάνι, η αγριόκοτα. 2. (ζωολ.), γένος ορνιθοειδών πουλιών της οικογένειας Φασιανίδες που περιλαμβάνει πολλά είδη, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φασιανόν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc sg Φασιανός from the river Phasis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανοί — Φασιανός from the river Phasis masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανοῦ — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανούς — Φασιανός from the river Phasis masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φασιανῶν — Φασιανός from the river Phasis masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοφασιανός — ὀρνιθοφασιανός, ὁ (Μ) ο φασιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + φασιανός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”