- φώριος
φώριος, gestohlen; – übertr., heimlich, verstohlen, εὐνή Theocr. 27, 67; λέκτρα, βλέμμα, Paul. Sil. 1. 31 (V, 219. 221).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώριος, gestohlen; – übertr., heimlich, verstohlen, εὐνή Theocr. 27, 67; λέκτρα, βλέμμα, Paul. Sil. 1. 31 (V, 219. 221).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώριος — stolen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώριος — ον, Α [φώρ] 1. κλεμμένος 2. μτφ. κρυφός («φώριον βλέμμα», Ανθ. Παλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φώριον 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ φώριος τόπος απόκρυψης αντικειμένων … Dictionary of Greek
φώριοι — φώριος stolen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωριαμός — ἡ, Α (ποιητ. τ.) κιβώτιο για τη φύλαξη ρούχων, σεντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. φώρ* (< φέρω) «κλέφτης», φώριος «κλεμμένος», ενώ, κατά τις νεώτερες απόψεις, η λ. φωριαμός ανήκει… … Dictionary of Greek
φώριον — damning evidence neut nom/voc/acc sg φώριος stolen masc/fem acc sg φώριος stolen neut nom/voc/acc sg φωράω search after a thief imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) φωράω search after a thief imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρίδιος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) φώριος*, κλεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ + κατάλ. ίδιος (πρβλ. αἰφν ίδιος, οἰκ ίδιος)] … Dictionary of Greek
φωρίοις — φώριον damning evidence neut dat pl φώριος stolen masc/fem/neut dat pl φωράω search after a thief pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρίου — φώριον damning evidence neut gen sg φώριος stolen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρίων — φώριον damning evidence neut gen pl φώριος stolen masc/fem/neut gen pl φωράω search after a thief pres part act masc nom sg (epic doric ionic) φωριάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φωριάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώρια — φώριον damning evidence neut nom/voc/acc pl φώριος stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)