- φᾱρικόν
φᾱρικόν, τό, ein unbestimmtes Gift, Nic. Al. 398.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φᾱρικόν, τό, ein unbestimmtes Gift, Nic. Al. 398.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαρικόν — poison neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρικόν — και φαριακόν, τὸ, Α (ενν. φάρμακον) είδος άγνωστου δηλητηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για παρ. σε ικόν τοπωνυμίου ή ανθρωπωνυμίου] … Dictionary of Greek
φαρικοῦ — φαρικόν poison neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαριακόν — τὸ, Α βλ. φαρικόν … Dictionary of Greek