- φώριον
φώριον, τό, der Diebstahl, neutr. vom Folgdn; Sp.; τὰ φώρια ἔχειν Luc. Herm. 38; Tox. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώριον, τό, der Diebstahl, neutr. vom Folgdn; Sp.; τὰ φώρια ἔχειν Luc. Herm. 38; Tox. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώριον — damning evidence neut nom/voc/acc sg φώριος stolen masc/fem acc sg φώριος stolen neut nom/voc/acc sg φωράω search after a thief imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) φωράω search after a thief imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρίον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος θρόνου» … Dictionary of Greek
φώριον — τὸ, ΜΑ [φώρ] απόδειξη ένοχης πράξης, τεκμήριο ενοχής («τὰ φώρια τοῡ ἀδικήματος», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek
φωρίοις — φώριον damning evidence neut dat pl φώριος stolen masc/fem/neut dat pl φωράω search after a thief pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρίου — φώριον damning evidence neut gen sg φώριος stolen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρίων — φώριον damning evidence neut gen pl φώριος stolen masc/fem/neut gen pl φωράω search after a thief pres part act masc nom sg (epic doric ionic) φωριάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φωριάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώρια — φώριον damning evidence neut nom/voc/acc pl φώριος stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώριος — ον, Α [φώρ] 1. κλεμμένος 2. μτφ. κρυφός («φώριον βλέμμα», Ανθ. Παλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φώριον 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ φώριος τόπος απόκρυψης αντικειμένων … Dictionary of Greek
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek
φωρείον — και φώριον, τὸ, Α [φώρ] αντικείμενο κλοπής, κλοπιμαίο … Dictionary of Greek
ԳՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0568 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. κλοπή, κλέμμα, φώριον furtum Գողանալն. գործ գողաց. եւս եւ Գողօնք. ... *Գողութիւն եւ նենգութիւն: Գողութիւնք, սուտ վկայութիւնք: Ոչ ապաշխարեցին ʼի գողութենէ իւրեանց. եւ այլն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)