- φίλ-οχλος
φίλ-οχλος, den großen Haufen liebend, Volksfreund, D. L. 4, 41. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-οχλος, den großen Haufen liebend, Volksfreund, D. L. 4, 41. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύοχλος — ον, Α 1. (για τόπους) πολυάνθρωπος 2. (για επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες) πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄχλος «πλήθος» (πρβλ. ά οχλος, φίλ οχλος)] … Dictionary of Greek
οχληδόν — ὀχληδόν (Α) επίρρ. σαν όχλος («ὀχληδὸν συναχθεὶς ὁ λαός», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
φίλοχλος — ον, Α 1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια τού όχλου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλον η επιδίωξη τής εύνοιας τού όχλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄχλος (πρβλ. πολύ οχλος)] … Dictionary of Greek
κατακονδυλίζω — (Α) 1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ 2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)] … Dictionary of Greek
σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek