- φίλητρον
φίλητρον, τό, Liebeshandel, verliebtes Abenteuer, φίλητρα ἀείδειν Crates gramm. ep. (XI, 218); auch = φίλτρον, Nähe Choeril. p. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλητρον, τό, Liebeshandel, verliebtes Abenteuer, φίλητρα ἀείδειν Crates gramm. ep. (XI, 218); auch = φίλτρον, Nähe Choeril. p. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλητρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλητρον — τὸ, Α 1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) μαγικό μέσο ή ποτό που διεγείρει ή επαναφέρει τον έρωτα, φίλτρο 2. ερωτική σχέση, ερωτική περιπέτεια («κατάγλωττ ἐποίει τὰ ποιήματα καὶ τὰ φίλητρα ἀτρεκέως ᾔδει», Κράτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + επίθημα… … Dictionary of Greek
φίλητρα — φίλητρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)