- φίλ-οψος
φίλ-οψος, leckeres Essen, bes. das Fischessen liebend; Plut. Symp. 4, 4,2; Ath. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-οψος, leckeres Essen, bes. das Fischessen liebend; Plut. Symp. 4, 4,2; Ath. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλοψος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα νόστιμα φαγητά και, ιδίως, τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄψον «έδεσμα, τροφή» (πρβλ. εὔ οψος, πολύ οψος)] … Dictionary of Greek