- φίλ-ευνος
φίλ-ευνος, das Bett, den Beischlaf liebend, Anacr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-ευνος, das Bett, den Beischlaf liebend, Anacr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύευνος — ον, Μ (για γυναίκα) αυτή που κοιμάται με πολλούς άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ευνος (< εὐνή), πρβλ. φίλ ευνος] … Dictionary of Greek
όμευνος — ὅμευνος, ον (Α) (για άντρα και για γυναίκα) αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ευνος (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. φίλ ευνος] … Dictionary of Greek
φίλευνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά το συζυγικό κρεβάτι, δηλαδή την συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ευνος (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. ὅμ ευνος] … Dictionary of Greek