- φίλ-εχθρος
φίλ-εχθρος, Feindschaft liebend, zur Feindschaft geneigt, μίξις Paul. Sil. 74. 159. – Adv., φιλέχϑρως ἔχειν πρός τινα, feindselig gegen Einen gesinnt sein, D. L. 3, 36. 5, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-εχθρος, Feindschaft liebend, zur Feindschaft geneigt, μίξις Paul. Sil. 74. 159. – Adv., φιλέχϑρως ἔχειν πρός τινα, feindselig gegen Einen gesinnt sein, D. L. 3, 36. 5, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
φίλεχθρος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να προξενεί έχθρες. επίρρ... φιλέχθρως Α εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐχθρός] … Dictionary of Greek
φιλαπεχθήμων — ον, Α αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος* («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.). επίρρ... φιλαπεχθημόνως Α με φιλαπεχθημοσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»] … Dictionary of Greek