φίλ-ετνος, einen Brei von Hülsenfrüchten liebend, B. A. 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλετνος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να τρώει χυλό από όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔτνος «πυκνός ζωμός με όσπρια»] … Dictionary of Greek
φιλετνής — ές, Α φίλετνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ετνής (< ἔτνος [τὸ] «πυκνός ζωμός με όσπρια»)] … Dictionary of Greek