- φίλ-υδρος
φίλ-υδρος, Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-υδρος, Wasser, wässerige Dinge liebend; Arist. H. A. 8, 24; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύγυδρος — ον, Α αυτός που από φόβο αποφεύγει το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + υδρος (< ὕδωρ*, ὕδατος), πρβλ. φίλ υδρος] … Dictionary of Greek
φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ … Dictionary of Greek