- φίλ-υμνος
φίλ-υμνος, Gesang liebend, τέττιξ Anacr. 32, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-υμνος, Gesang liebend, τέττιξ Anacr. 32, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλυμνος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι ύμνοι, τα άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕμνος (πρβλ. εὔ υμνος, πολύ υμνος)] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek