- φίλ-υβρις
φίλ-υβρις, ὁ, ἡ, zum Uebermuth geneigt, gern Frevel verübend, Crates bei Clem. Al. strom. 2, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-υβρις, ὁ, ἡ, zum Uebermuth geneigt, gern Frevel verübend, Crates bei Clem. Al. strom. 2, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσυβρις — μίσυβρις, ιος, ό, ἡ (Α) αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την αλαζονεία, την αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ὕβρις (πρβλ. παύσ υβρις, φίλ υβρις)] … Dictionary of Greek
φίλυβρις — ύβριος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει ο ακόλαστος βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕβρις (πρβλ. μίσ υβρις, παύσ υβρις)] … Dictionary of Greek