- φίλ-υπνος
φίλ-υπνος, den Schlaf liebend, gern schlafend; Theocr. 18, 10; Pol. 6, 167.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-υπνος, den Schlaf liebend, gern schlafend; Theocr. 18, 10; Pol. 6, 167.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλυπνος — η, ο / φίλυπνος, ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Α αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕπνος (πρβλ. ὠμό ϋπνος)] … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
μύω — (Α) 1. (μτβ.) κλείνω («ὕπνος ἔμυσε κόρας», Ανθ. Παλ.) 2. (αμτβ.) (για ανθρώπους και ζώα) κλείνω τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ δέδορκα», Σοφ.) 3. (για τα μάτια, το στόμα ή άλλο συστελλόμενο άνοιγμα) είμαι κλειστός, κλείνω, κλείνομαι 4. (για… … Dictionary of Greek
ταραχώδης — ες / ταραχώδης, ῶδες, ΝΑ [ταραχή] γεμάτος ταραχή, ταραγμένος (α. «έζησε μια ζωή ταραχώδη» β. «ταραχώδης ύπνος» γ. «βίος ταραχωδέστατος», Φίλ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με αναταραχή, με θόρυβο, θυελλώδης («ταραχώδης διάλογος») αρχ. 1. α) (για… … Dictionary of Greek
φιλάγρυπνος — η, ο / φιλάγρυπνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να αγρυπνεί, που δεν τού αρέσει ο πολύς ύπνος νεοελλ. 1. αυτός που τού αρέσει να βρίσκεται σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. αυτός που κάνει κάποιον να αγρυπνεί («φιλάγρυπνος ἐμοὶ πόθος Ἡλιοδώρας»,… … Dictionary of Greek