- φίλτερος
φίλτερος, unregelm. compar. zu φίλος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλτερος, unregelm. compar. zu φίλος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλτερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτερος — και δωρ. τ. φίντερος, έρα, ον, Α (συγκριτ. βαθμός τού φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)] … Dictionary of Greek
φιλτέρων — φίλτερος fem gen pl φίλτερος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτερον — φίλτερος masc acc sg φίλτερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτέραις — φίλτερος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτέρη — φίλτερος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτέρους — φίλτερος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτερα — φίλτερος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτεροι — φίλτερος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτερ' — φίλτερα , φίλτερος neut nom/voc/acc pl φίλτερε , φίλτερος masc voc sg φίλτεραι , φίλτερος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτέρα — φιλτέρᾱ , φίλτερος fem nom/voc/acc dual φιλτέρᾱ , φίλτερος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)