- φίλτατος
φίλτατος, superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλτατος, superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλτατος — one s nearest and dearest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτατος — η, ο / φίλτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α (υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος μσν. αρχ. (το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φίλτατος — η, ο (υπερθ. του φίλος) 1. αγαπητότατος, προσφιλέστατος. 2. το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ., φίλτατοι, οι,φίλτατα, τα οι στενοί συγγενείς (σύζυγος, παιδιά, γονείς, αδέρφια) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλτάτω — φίλτατος one s nearest and dearest masc/neut nom/voc/acc dual φίλτατος one s nearest and dearest masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτάτων — φίλτατος one s nearest and dearest fem gen pl φίλτατος one s nearest and dearest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτάτως — φίλτατος one s nearest and dearest adverbial φίλτατος one s nearest and dearest masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίστων — φίλτατος one s nearest and dearest fem gen pl φίλτατος one s nearest and dearest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλιστον — φίλτατος one s nearest and dearest masc acc sg φίλτατος one s nearest and dearest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτατον — φίλτατος one s nearest and dearest masc acc sg φίλτατος one s nearest and dearest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτάταις — φίλτατος one s nearest and dearest fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτάτη — φίλτατος one s nearest and dearest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)