- φιλ-ά-βουλος
φιλ-ά-βουλος, gern, mit Willen unbesonnen; Mel. 55 (XII, 80); ἔρις Antp. Sid. 43 (Plan. 133).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ά-βουλος, gern, mit Willen unbesonnen; Mel. 55 (XII, 80); ἔρις Antp. Sid. 43 (Plan. 133).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόβουλος — ὁ, Α προστάτης τής Βουλής, τής Συγκλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βουλος (< βουλή «νομοθετικό σώμα»)] … Dictionary of Greek