φιλ-άνθρωπος

φιλ-άνθρωπος

φιλ-άνθρωπος, menschenliebend, menschenfreundlich; τρόπος, des Prometheus, Aesch. Prom. 11. 28; milde, sanftmüthig, liebreich, gütig, Plat. Conv. 189 d; Xen. Cyr. 8, 7,25; καὶ φιλόπολις, Isocr. Nic. 15, wie Plut. Lyc. 3; ἐπιστολή Dem. 19, 39, und öfter; τεύξεσϑαι πάντων τῶν φιλανϑρώπων ὑπὸ Ῥωμαίων Pol. 10, 38, 3, u. oft so im plur.; ἀγορά Plut. Coriol. 16; Thes. 6 u. oft, wie Luc. u. a. Sp. – Adv. φιλανϑρώπως; ἔχω Isocr. 4, 29; καὶ δημοτικῶς πράττειν Dem. 24, 24; φιλανϑρωπότατα ἀκοῠσαι ib. 191; τινὶ χρῆσϑαι 19, 225; διακεῖσϑαι πρός τινα Pol. 1, 68, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • ερεθιστής — ἐρεθιστής, ὁ (Α) [ερεθίζω] άνθρωπος που ερεθίζει, προκαλεί ταραχή, φαύλος, «αντάρτης», εριστικός («υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • λιπανθρωπία — λιπανθρωπία, ἡ (Μ) έλλειψη ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ανθρωπία (< ἄνθρωπος), πρβλ. φιλ ανθρωπία] …   Dictionary of Greek

  • πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φιλόβροτος — ον, Α αυτός που αγαπά τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βροτός «θνητός, άνθρωπος»] …   Dictionary of Greek

  • χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”