- φιλ-άγλαος
φιλ-άγλαος, das Herrliche, Schöne liebend; Pind. P. 12, 1; Ἑρμῆς Asclpds 3 (XII, 77).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-άγλαος, das Herrliche, Schöne liebend; Pind. P. 12, 1; Ἑρμῆς Asclpds 3 (XII, 77).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλάγλαος — ον, Α αυτός που αγαπά την λαμπρότητα, την ωραιότητα, φιλόκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγλαός «λαμπρός, φωτεινός»] … Dictionary of Greek